- μιμήσομαι
- μῑμήσομαι , μιμέομαιimitateaor subj mp 1st sg (epic)μῑμήσομαι , μιμέομαιimitatefut ind mp 1st sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
подражати — ПОДРАЖА|ТИ (62), Ю, ѦТЬ гл. 1.Подражать, следовать комул., чемул.: Подражаи самарѧныню женѹ. Изб 1076, 241 об.; рьвьновати семѹ тьщахѹтьс˫а и подражати ˫ако мощьно. (μιμεῖσϑαι) ЖФСт к. XII, 52; подражааше житию и съмѣрению прп(д)бнааго своѥго… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κέλευθος — κέλευθος, ἡ, ο πληθ. και κέλευθα, τὰ (Α) 1. δρόμος, οδός, ατραπός 2. πορεία, οδοιπορία, ταξίδι σε στεριά ή θάλασσα 3. μτφ. ο ανοιχτός δρόμος ενέργειας, ο τρόπος πράξης («ἔργων κέλευθον ἄν καθαράν», Πίνδ.) 4. μακρινό ταξίδι, μεγάλη απόσταση… … Dictionary of Greek